- μηλιάκος
- οκοινή ονομασία τού φυτού μανδραγόρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μηλιακός — Μηλιακός, ή, όν, (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεσσαλική χώρα Μηλίδα («Μηλιακός κόλπος» ο Μαλιακός κόλπος, Θουκ.) … Dictionary of Greek
Μηλιακός — inhabitant of Malis masc nom sg Μηλιεύς inhabitant of Malis masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηλιακόν — Μηλιακός inhabitant of Malis masc acc sg Μηλιακός inhabitant of Malis neut nom/voc/acc sg Μηλιεύς inhabitant of Malis masc acc sg Μηλιεύς inhabitant of Malis neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μήλου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μήλου στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο, έργο του Ερνέστου Τσίλερ, στην Πλάκα της Μήλου. Η συλλογή του, που εγκαινιάστηκε το 1985, περιλαμβάνει αρχαιότητες που χρονολογούνται από τα προϊστορικά έως τα ρωμαϊκά χρόνια. Στο … Dictionary of Greek
Μηλίς — (I) Μηλίς, ἡ (Α) βλ. μηλιακός και Μηλιεύς. (II) Μηλίς, ίδος (Α) νύμφη προστάτιδα τών ποιμνίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «ποίμνιο» + κατάλ. ίς (πρβλ. Δαυλ ίς)] … Dictionary of Greek
Μηλιεύς — Μηλιεύς, έως, δωρ. τ. Μαλιεύς, ο, θηλ. Μηλίς, ίδος (Α) [Μηλίς] 1. ο κάτοικος τής θεσσαλικής χώρας Μηλίδος 2. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μηλίδα, Μηλιακός, Μαλιακός («Μηλιεὺς κόλπος» ή «Μηλὶς λίμνη» ο Μαλιακός κόλπος) … Dictionary of Greek
μανδραγόρας — μανδραγόρας, ο και μαντραγόρας, ο φυτό με κοκκινωπά άνθη υπνωτικό και ναρκωτικό, η μηλοπεπονιά, ο μηλιάκος, ο καλάνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)